hijacking
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hijacking | hijackings |
hijacking (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hijacking στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
hijacking (en)
ενικός | πληθυντικός |
hijacking | hijackings |
hijacking (en)
hijacking (en)