hijack
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hijack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hijacks |
αόριστος | hijacked |
παθητική μετοχή | hijacked |
ενεργητική μετοχή | hijacking |
Ετυμολογία
επεξεργασία- hijack < συμφυρμός των highway + jacker [1]
Ρήμα
επεξεργασίαhijack (en)
- κάνω αεροπειρατεία
- (μεταφορικά) παρεισφρέω σε σύστημα για να το επηρεάσω