ενεστώτας hijack
γ΄ ενικό ενεστώτα hijacks
αόριστος hijacked
παθητική μετοχή hijacked
ενεργητική μετοχή hijacking

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hijack < συμφυρμός των highway + jacker [1]

hijack (en)

  1. κάνω αεροπειρατεία
  2. (μεταφορικά) παρεισφρέω σε σύστημα για να το επηρεάσω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. hijack - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)