herbejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- herbejo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | herbejo | herbejoj |
αιτιατική | herbejon | herbejojn |
herbejo (eo)
- το λιβάδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | herbejo | herbejoj |
αιτιατική | herbejon | herbejojn |
herbejo (eo)