hektometro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hektometro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hektometro | hektometroj |
αιτιατική | hektometron | hektometrojn |
hektometro (eo)
- το εκατόμετρο