hektolitro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hektolitro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hektolitro | hektolitroj |
αιτιατική | hektolitron | hektolitrojn |
hektolitro (eo)
- το εκατόλιτρο