Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
headlight headlights

  Ετυμολογία επεξεργασία

headlight < head + light

  Ουσιαστικό επεξεργασία

headlight (en)

  • η προβολή του αυτοκινήτου
    He blinded me with his car’s headlights.
    Με τυφλώνει με τους προβολείς του αυτοκινήτου του.

  Πηγές επεξεργασία