Ετυμολογία

επεξεργασία
hautboïste < (άμεσο δάνειο) γερμανική Hoboist < hautbois

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hautboïste hautboïstes

hautboïste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία