harpo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- harpo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | harpo | harpoj |
αιτιατική | harpon | harpojn |
harpo (eo)
- η άρπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | harpo | harpoj |
αιτιατική | harpon | harpojn |
harpo (eo)