harmoniously
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | harmoniously |
συγκριτικός | more harmoniously |
υπερθετικός | most harmoniously |
Ετυμολογία επεξεργασία
- harmoniously < harmonious + -ly
Επίρρημα επεξεργασία
harmoniously (en)
- αρμονικά, με τρόπο φιλικό, ειρηνικό και χωρίς επιχειρήματα
- ↪ All the teachers work together harmoniously at the school.
- Όλοι οι καθηγητές συνεργαζόμαστε αρμονικά στο σχολείο.
- ↪ All the teachers work together harmoniously at the school.