hardado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hardado | hardadoj |
αιτιατική | hardadon | hardadojn |
hardado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hardado | hardadoj |
αιτιατική | hardadon | hardadojn |
hardado (eo)