happy hour
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
happy hour | happy hours |
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
happy hour (en)
- χρονική περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας η τιμή των αλκοολούχων ποτών σε ένα κατάστημα ελαττώνεται
ενικός | πληθυντικός |
happy hour | happy hours |
happy hour (en)