ενεστώτας hang up on
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs up on
αόριστος hung up on
παθητική μετοχή hung up on
ενεργητική μετοχή hanging up on

Ετυμολογία

επεξεργασία
hang up on <  δείτε τις λέξεις hang, up και on

hang up on (en)

  • μου κλείνει το τηλέφωνο
      She hung up on me.
    Μου το έκλεισε./Μου έκοψε την κουβέντα.