hang up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hang up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs up |
αόριστος | hung up |
παθητική μετοχή | hung up |
ενεργητική μετοχή | hanging up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhang up (en)
- κλείνω το τηλέφωνο
- ↪ Don’t hang up!
- Μην κλείσεις!
- ↪ Don’t hang up!