Ετυμολογία

επεξεργασία
hung up <  δείτε τις λέξεις hung και up

hung up (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο, κακόσημο) αναστατώνομαι, ανησυχώ πολύ για κάποιον ή κάτι και σκέφτομαι κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
      Don’t get so hung up about it, it’s not the end of the world.
    Μην κάνετε έτσι, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία