Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας hang together
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs together
αόριστος hung together
παθητική μετοχή hung together
ενεργητική μετοχή hanging together

  Ετυμολογία επεξεργασία

hang together < → δείτε τις λέξεις hang και together

  Ρήμα επεξεργασία

hang together (en)

  1. συμφωνώ, που ταιριάζουν καλά
    Their stories do not hang together.
    Οι ιστορίες τους δεν συμφωνούν.
  2. μείνουμε ενωμένοι, για ανθρώπους που υποστηρίζουν ή βοηθούν ο ένας τον άλλον
    If we don’t hang together, we may all be hanged separately.
    Αν δεν μείνουμε ενωμένοι, μπορεί να μας κρεμάσουν έναν-έναν.

  Πηγές επεξεργασία