Δείτε επίσης: hangout
ενεστώτας hang out
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs out
αόριστος hung out
παθητική μετοχή hung out
ενεργητική μετοχή hanging out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hang out < → δείτε τις λέξεις hang και out

hang out (en)

  1. (ανεπίσημο) χαζεύω, περνάω πολύ χρόνο σε ένα μέρος
    He was hanging out in the streets.
    Χάζευε στους δρόμους.
  2. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) κρεμάω, απλώνω, βάζω τα πράγματα που έχω πλύνει σε ένα κομμάτι λεπτό σχοινί ή σύρμα κλπ. έξω για να στεγνώσουν· βάζω κάτι όπως μια σημαία έξω από ένα παράθυρο ή στο δρόμο
    I am hanging out the clean clothes/the flags.
    Κρεμώ τα πλυμένα ρούχα/τις σημαίες.
    He hung out the clean clothes to dry.
    Άπλωσε τα πλυμένα ρούχα να στεγνώσουν.