hang out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hang out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs out |
αόριστος | hung out |
παθητική μετοχή | hung out |
ενεργητική μετοχή | hanging out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhang out (en)
- (ανεπίσημο) χαζεύω, περνάω πολύ χρόνο σε ένα μέρος
- ↪ He was hanging out in the streets.
- Χάζευε στους δρόμους.
- ↪ He was hanging out in the streets.
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) κρεμάω, απλώνω, βάζω τα πράγματα που έχω πλύνει σε ένα κομμάτι λεπτό σχοινί ή σύρμα κλπ. έξω για να στεγνώσουν· βάζω κάτι όπως μια σημαία έξω από ένα παράθυρο ή στο δρόμο
- ↪ I am hanging out the clean clothes/the flags.
- Κρεμώ τα πλυμένα ρούχα/τις σημαίες.
- ↪ He hung out the clean clothes to dry.
- Άπλωσε τα πλυμένα ρούχα να στεγνώσουν.
- ↪ I am hanging out the clean clothes/the flags.
Πηγές
επεξεργασία- hang out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 96-97, 957. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλώνω, χαζεύω