hallucination
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
hallucination < λατινική hallucinatio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ly.si.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hallucination | hallucinations |
hallucination (fr) θηλυκό
hallucination < λατινική hallucinatio
ενικός | πληθυντικός |
hallucination | hallucinations |
hallucination (fr) θηλυκό