Ετυμολογία

επεξεργασία
hair trigger < hair + trigger

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌherˈtrɪɡ.ɚ/ (ΗΠΑ)

  Επίθετο

επεξεργασία

hair trigger (en)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

hair trigger (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hair trigger hair triggers
  1. (κυριολεκτικά) σκανδάλη όπλου που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη· που έχει ως αποτέλεσμα την πυροδότηση του όπλου με την άσκηση ελάχιστης πίεσης
  2. (μεταφορικά) ασταθής κατάσταση