hair trigger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌherˈtrɪɡ.ɚ/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
επεξεργασίαhair trigger (en)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαhair trigger (en)
ενικός | πληθυντικός |
hair trigger | hair triggers |
- (κυριολεκτικά) σκανδάλη όπλου που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη· που έχει ως αποτέλεσμα την πυροδότηση του όπλου με την άσκηση ελάχιστης πίεσης
- (μεταφορικά) ασταθής κατάσταση