haïtien
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | haïtien | haïtiens |
θηλυκό | haïtienne | haïtiennes |
haïtien (fr)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
haïtien (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) τα αϊτινά