gynéco
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gynéco | gynécos |
gynéco (fr) θηλυκό
- (οικείο)
- (θηλυκό) η γυναικολογία
- → δείτε τη λέξη gynécologie
- (αρσενικό ή θηλυκό) γυναικολόγος
- → δείτε τη λέξη gynécologue
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gynéco | gynécos |
gynéco (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) γυναικολογικός
- → δείτε τη λέξη gynécologique