Δείτε επίσης: gynéco-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gynéco gynécos

gynéco (fr) θηλυκό

  1. (θηλυκό) η γυναικολογία
    → δείτε τη λέξη gynécologie
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) γυναικολόγος
    → δείτε τη λέξη gynécologue

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gynéco gynécos

gynéco (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) γυναικολογικός
    → δείτε τη λέξη gynécologique