gynécologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʒi.ne.kɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gynécologique | gynécologiques |
gynécologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gynécologique | gynécologiques |
gynécologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό