ενικός         πληθυντικός  
gueso guesos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gueso < συγγενής με την ισπανική hueso

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡuˈe.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: gu‐e‐so

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gueso αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία