grouillot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grouillot | grouillots |
Ουσιαστικό επεξεργασία
grouillot (fr) αρσενικό
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές
- στο χρηματιστήριο, αυτός που τρέχει για να μεταφέρει τις εντολές αγοράς ή πώλησης
ενικός | πληθυντικός |
grouillot | grouillots |
grouillot (fr) αρσενικό