groenlandano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- groenlandano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groenlandano | groenlandanoj |
αιτιατική | groenlandanon | groenlandanojn |
groenlandano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | groenlandano | groenlandanoj |
αιτιατική | groenlandanon | groenlandanojn |
groenlandano (eo)