Ετυμολογία

επεξεργασία
grisâtrement < grisâtre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grisâtrement grisâtrements

grisâtrement (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) το να γίνει κάτι γκριζωπό, σταχτερό

  Επίρρημα

επεξεργασία

grisâtrement (fr)

  1. (σπάνιο) γκριζωπά