Ετυμολογία

επεξεργασία
grisâtre < gris + -âtre

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grisâtre grisâtres

grisâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία