grilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- grilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grilo | griloj |
αιτιατική | grilon | grilojn |
grilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grilo | griloj |
αιτιατική | grilon | grilojn |
grilo (eo)