greno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- greno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | greno | grenoj |
αιτιατική | grenon | grenojn |
greno (eo)
- τα σιτηρά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | greno | grenoj |
αιτιατική | grenon | grenojn |
greno (eo)