Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

grandega < grand(a) + -eg- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική grandega grandegaj
αιτιατική grandegan grandegajn

grandega (eo)

la statuo estas grandega - το άγαλμα είναι πελώριο