grafologo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grafologo | grafologoj |
αιτιατική | grafologon | grafologojn |
grafologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grafologo | grafologoj |
αιτιατική | grafologon | grafologojn |
grafologo (eo)