goujat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goujat | goujats |
θηλυκό | goujate | goujates |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgoujat (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgoujat (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goujat | goujats |
θηλυκό | goujate | goujates |
goujat (fr)
goujat (fr) αρσενικό ή θηλυκό