• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

goner

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goner goners

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

goner (en)

  • (λαϊκότροπο) αυτός που την έχει βαμμένη, χαμένος από χέρι, «καταδικασμένος»
    • μελλοθάνατος, -η, -ο
    • αποτυχημένος, -η, -ο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=goner&oldid=5258373"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:34
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:34.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie