• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

goner

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
goner goners

  Ουσιαστικό επεξεργασία

goner (en)

  • (λαϊκότροπο) αυτός που την έχει βαμμένη, χαμένος από χέρι, «καταδικασμένος»
    • μελλοθάνατος, -η, -ο
    • αποτυχημένος, -η, -ο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=goner&oldid=5258373"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:34

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Հայերեն
    • Kurdî
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Oromoo
    • Polski
    • Svenska
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:34.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας