goner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
goner | goners |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgoner (en)
- (λαϊκότροπο) αυτός που την έχει βαμμένη, χαμένος από χέρι, «καταδικασμένος»
- μελλοθάνατος, -η, -ο
- αποτυχημένος, -η, -ο
ενικός | πληθυντικός |
goner | goners |
goner (en)