god
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
god | gods |
Ετυμολογία επεξεργασία
- god < πρωτο-γερμανική *gudą («θεός») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰuto-. Συγγενικό με το γοτθικό 𐌲𐌿𐌸, το ολλανδικό god, το γερμανικό Gott και το δανικό gud. Δεν είναι συγγενές με το επίθετο good.
Ουσιαστικό επεξεργασία
god (en)
Δανικά (da) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
god (da)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
god (nl)
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
god (sv)