Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας go through with
γ΄ ενικό ενεστώτα goes through with
αόριστος went through with
παθητική μετοχή gone through with
ενεργητική μετοχή going through with

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις go, though και with

  Ρήμα επεξεργασία

go through with (en)

  • εκτελώ κάτι δύσκολο μα προσχεδιασμένο/προσυμφωνημένο