glaŭkomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glaŭkomo | glaŭkomoj |
αιτιατική | glaŭkomon | glaŭkomojn |
glaŭkomo (eo)
- το γλαύκωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glaŭkomo | glaŭkomoj |
αιτιατική | glaŭkomon | glaŭkomojn |
glaŭkomo (eo)