gilotino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gilotino | gilotinoj |
αιτιατική | gilotinon | gilotinojn |
gilotino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gilotino | gilotinoj |
αιτιατική | gilotinon | gilotinojn |
gilotino (eo)