giclée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
giclée | giclées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
giclée (fr) θηλυκό
- η αναπήδηση ενός υγρού
- (οικείο) η εκπυρσοκρότηση, ο καταιγισμός ενός αυτόματου όπλου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη gicler
ενικός | πληθυντικός |
giclée | giclées |
giclée (fr) θηλυκό