Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

getirmek < οθωμανική τουρκική كتیرمك (getirmek) < πρωτοτουρκική *kẹl- (έρχομαι) + πρωτοτουρκική *-tür (αίτιο επίθημα).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟɛtiɾˈmɛc/

  Ρήμα επεξεργασία

getirmek (tr)

  1. φέρνω, μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    gazetenizi getirdim. — σας έφερα την εφημερίδα σας.

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία