geometro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | geometro | geometroj |
αιτιατική | geometron | geometrojn |
geometro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | geometro | geometroj |
αιτιατική | geometron | geometrojn |
geometro (eo)