ενικός         πληθυντικός  
genouillère genouillères

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

genouillère (fr) θηλυκό

  1. εξάρτημα που προστατεύει το γόνατο
  2. (τεχνολογία) γωνία ενός σωλήνα

Συγγενικά

επεξεργασία