garb
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
garb (pl) αρσενικό
- η καμπούρα
- (μεταφορικά) το εξόγκωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ως καμπούρα συντάσσεται με γενική (dopełniacz) (καμπούρα του...)
- ως εξόγκωμα συντάσσεται με την πρόθεση na και τοπική (miejscownik) (εξόγκωμα στο ...)