galileano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | galileano | galileanoj |
αιτιατική | galileanon | galileanojn |
galileano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | galileano | galileanoj |
αιτιατική | galileanon | galileanojn |
galileano (eo)