gabelou
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gabelou < gabelle
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gabelou | gabelous |
gabelou (fr) αρσενικό
- φορολογικός υπάλληλος που συγκεντρώνει την gabelle
- (ειρωνικό) τελωνειακός υπάλληλος