ενικός         πληθυντικός  
gabelle gabelles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gabelle < ιταλική gabella < αραβική qabâla (φόρος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.bɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gabelle (fr) θηλυκό

  1. έμμεσος φόρος
  2. έμμεσος φόρος στο αλάτι, που καταργήθηκε το 1790· (κατ’ επέκταση) η φορολογική αρχή που συγκέντρωνε αυτόν τον φόρο