gêneur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gêneur | gêneurs |
θηλυκό | gêneuse | gêneuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
gêneur (fr)
- αυτός που παρακωλύει, που παρεμποδίζει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη gêner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gêneur | gêneurs |
θηλυκό | gêneuse | gêneuses |
gêneur (fr)