Ετυμολογία

επεξεργασία
funkciado < funkci + -ad- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική funkciado funkciadoj
αιτιατική funkciadon funkciadojn

funkciado (eo)

dum sia 4-jara funkciado..., κατά την τετραετή του λειτουργία...
la funkciado de la maŝino, η λειτουργία της μηχανής