fundamenta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fundamenta | fundamentaj |
αιτιατική | fundamentan | fundamentajn |
fundamenta (eo)
- li estas fundamenta membro de la partio - είναι θεμελιώδες μέλος του κόμματος