fuck off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fuck off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fucks off |
αόριστος | fucked off |
παθητική μετοχή | fucked off |
ενεργητική μετοχή | fucking off |
Συνήθως στην προστακτική ενεστώτα. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfuck off (en)
- (χυδαίο, υβριστικό) γαμιέμαι (στην προστακτική: άι γαμήσου, άντε πνίξου)