fruktarbejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fruktarbejo | fruktarbejoj |
αιτιατική | fruktarbejon | fruktarbejojn |
fruktarbejo (eo)
- ο οπωρώνας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fruktarbejo | fruktarbejoj |
αιτιατική | fruktarbejon | fruktarbejojn |
fruktarbejo (eo)