fruité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fruité | fruités |
θηλυκό | fruitée | fruitées |
Επίθετο επεξεργασία
fruité (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη fruit
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fruité | fruités |
θηλυκό | fruitée | fruitées |
fruité (fr)